κρυώνω — κρυώνω, κρύωσα, κρυωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρυώνω — κρύωσα, κρυωμένος 1. κάνω κάτι ψυχρό, το παγώνω: Φύσηξε τη σούπα να κρυώσει. 2. δυσαρεστώ κάποιον: Η στάση σου με κρύωσε. 3. παγώνω, κρυολογώ: Μην καθόσαστε στο ρεύμα, γιατί θα κρυώσετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιψύχω — ἐπιψύχω (Α) 1. καθιστώ ψυχρό κάτι 2. παθ. ἐπιψύχομαι α) κρυώνω, αισθάνομαι κατόπιν παγωμένος β) κρυώνω ακόμη περισσότερο … Dictionary of Greek
παγώνω — πάγωσα, παγωμένος 1. μτβ., κάνω το υγρό στερεό. 2. κατεβάζω πολύ τη θερμοκρασία ενός σώματος, το κρυώνω: Θέλω ένα ποτήρι παγωμένο νερό. 3. μτφ., προκαλώ τη δυσφορία: Μας πάγωσαν τα αστεία του. 4. αμτβ., κρυώνω, νιώθω πολύ κρύο: Παγώσαμε στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορριγώ — ἀπορριγῶ ( έω κ. όω) (Α) 1. έχω ρίγος, τρέμω 2. ( έω) οπισθοχωρώ τρέμοντας, φοβάμαι, δειλιάζω 3. ( όω) τρέμω από το κρύο, κρυώνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ριγώ ( έω κ. όω) < ρίγος) … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω … Dictionary of Greek
κρυαίνω — και κρυγαίνω (Μ κρυαίνω) [κρύος] νεοελλ. 1. (μτβ.) κάνω κάτι κρύο, ψύχω, ψυχραίνω 2. (αμτβ. κυριολ. και μτφ.) γίνομαι κρύος, κρυώνω, ψυχραίνομαι 3. αποθαρρύνομαι μσν. ί. επιθυμώ πολύ, ποθώ 2. κρυολογώ … Dictionary of Greek
κρυμαίνω — (Α) [κρυμός] κρυώνω κάτι, ψύχω κάτι … Dictionary of Greek
κρυμώσσω — (Μ) αισθάνομαι ρίγος, κρυώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. ώσσω (πρβλ. αγρ ώσσω, ακρ ώσσω)] … Dictionary of Greek